μπαλάμπιλε

μπαλάμπιλε
1. χορογραφική κίνηση που εκτελείται από ολόκληρο το σώμα τού μπαλέτου και τών σολίστ
2. χορός που παρεμβάλλεται σε μελόδραμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. ballabile «χορευτικός»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”